ἐπίμονον

ἐπίμονον
ἐπίμονος
staying on
masc/fem acc sg
ἐπίμονος
staying on
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επίμονος — η, ο (AM ἐπίμονος, ον) [επιμένω] αυτός που παραμένει σταθερός σε κάτι, που δεν αλλάζει γνώμη (α. «επίμονη προσπάθεια» β. «κατὰ πᾱσαν περίστασιν ἐπίμονον γενέσθαι τῇ γνώμῃ», Πολ.) νεοελλ. 1. πείσμων, αμετάπειστος* 2. εκείνος που συνεχίζεται με την …   Dictionary of Greek

  • ανόβιο — Μικρό κολεόπτερο έντομο της οικογένειας των ανοβιιδών, γνωστό με την κοινή ονομασία σαράκισάρακας. Τα έντομα αυτά, τόσο τα ενήλικα όσο και οι προνύμφες τους, τρώνε το ξύλο των επίπλων. Κοινότερα σαράκια είναι τα είδη α. το επίμονον και α. το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”